- υπολιμενάρχης
- ο, Νβαθμοφόρος τού λιμενικού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + λιμενάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπολιμενάρχης — ο αξιωματικός του λιμενικού σώματος, που σε αρμοδιότητες έρχεται αμέσως μετά το λιμενάρχη (βλ. λ.), τον οποίο αναπληρώνει στα καθήκοντά του: Υπολιμενάρχης Χαλκίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)